Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bulga (la) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

bulga (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: βούλγα
παλαιά γαλλικά: bouge / boulge ( δείτε και το παράγωγο bougette)
γαλλικά: bouge
ιταλικά: bolgia  δείτε και τη λατινική bulgia
μέση αγγλική
αγγλικά: bulge, budge

Αναφορές

επεξεργασία
  1. bulga (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό