bulga
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bulga < (άμεσο δάνειο) γαλατική bolgā < πρωτοκελτική *bolgos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰelǵʰ- (φουσκώνω) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbulga (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαbulga (λατινικά)
- ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: βούλγα
- ↷ παλαιά γαλλικά: bouge / boulge (→ δείτε και το παράγωγο bougette)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ bulga (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- bulga - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.