Δείτε επίσης: βούργια, βουλγία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βούλγα < (άμεσο δάνειο) λατινική bulga < γαλατική bolgā < πρωτοκελτική *bolgos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰelǵʰ- (φουσκώνω)
Δε σχετίζεται ο Βούλγαρος, πρωτοτουρκικής αρχής.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούλγα θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία