βούργια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούργια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βούργια, τύπος του βούλγα < λατινική bulga
- → δείτε και τη λέξη βουλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούργια θηλυκό
- (ιδιωματικό)
- Κρήτη: → δείτε τη λέξη βούργια
- Αμοργός, Θράκη
Συνώνυμα
επεξεργασίασε άλλα ιδιώματα:
Πηγές
επεξεργασία- λήμμα βούρgα - σελ.79, Τόμος 4.1 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούργια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βούργια, (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) τύπος του βούλγα < λατινική bulga
- → δείτε και τη λέξη βουλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούργια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- βουργιάζω
- βουργί (υποκοριστικό)
- βουργιαλάκι (υποκοριστικό)
- βουργιάλι
- βουργιδιά
- βουργιδοβάσταγο
- βούργικος (μεγεθυντικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λήμμα βούρgα - σελ.79, Τόμος 4.1 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Ετυμολογία
επεξεργασία- βούργια < βούλγα < λατινική bulga → δείτε και τη λέξη bulgia
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ κρητικά: βούργια και βούργια σε διάφορα άλλα ιδιώματα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούργια θηλυκό
- άλλη μορφή του βούλγα
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 271, Τόμος Ι΄, παρατήρηση για το βούλγα στη σελ. 164, Τόμος Δ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.