billon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
billon | billons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbillon (fr) αρσενικό
- άλλοτε, χάλκινο κέρμα με ή χωρίς άργυρο
- βουναλάκι που σχηματίζεται από το όργωμα από το άροτρο, ανάμεσα σε δύο αυλάκια
ενικός | πληθυντικός |
billon | billons |
billon (fr) αρσενικό