ενικός         πληθυντικός  
billon billons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

billon (fr) αρσενικό

  1. άλλοτε, χάλκινο κέρμα με ή χωρίς άργυρο
  2. βουναλάκι που σχηματίζεται από το όργωμα από το άροτρο, ανάμεσα σε δύο αυλάκια
     αντώνυμα: sillon

Συγγενικά

επεξεργασία