Ετυμολογία

επεξεργασία
billonnage < billon

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
billonnage billonnages

billonnage (fr) αρσενικό

  1. (γεωπονία) όργωμα που δημιουργεί βουναλάκια
  2. (δασοκομία) τεμαχισμός των κομμένων δέντρων