billonnage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- billonnage < billon
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
billonnage | billonnages |
billonnage (fr) αρσενικό
- (γεωπονία) όργωμα που δημιουργεί βουναλάκια
- (δασοκομία) τεμαχισμός των κομμένων δέντρων