πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική betoniarka betoniarki
γενική betoniarki betoniarek
δοτική betoniarce betoniarkom
αιτιατική betoniar betoniarki
οργανική betoniar betoniarkami
τοπική betoniarce betoniarkach
κλητική betoniarko betoniarki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɛ.tɔˈɲar.ka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

betoniarka (pl) θηλυκό