beffroi
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
beffroi | beffrois |
Ουσιαστικό επεξεργασία
beffroi (fr) αρσενικό
- ξύλινος πύργος που χρησιμοποιούνταν κατά τον Μεσαίωνα για την πολιορκία των πόλεων
- πύργος ενός δήμου για την φρούρηση
- κωδωνοστάσιο, καμπαναριό
- (κατ’ επέκταση) καμπάνα