Ετυμολογία

επεξεργασία
bavette < bave

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bavette bavettes

bavette (fr) θηλυκό

  1. σαλιάρα ενός μωρού
  2. υφασμάτινο εξάρτημα που φορούν οι χειρουργοί μπροστά στο στόμα τους
  3. το πάνω μέρος μιας σαλοπέτας ή μιας ποδιάς που καλύπτει το στήθος
  4. κομμάτι βοδινού κρέατος στο κάτω πλαϊνό μέρος της ράχης