Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bavette
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bavette
<
bave
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bavette
bavettes
bavette
(fr)
θηλυκό
σαλιάρα
ενός
μωρού
υφασμάτινο
εξάρτημα που φορούν οι
χειρουργοί
μπροστά στο
στόμα
τους
το πάνω μέρος μιας
σαλοπέτας
ή μιας
ποδιάς
που καλύπτει το
στήθος
κομμάτι
βοδινού
κρέατος
στο κάτω πλαϊνό μέρος της
ράχης