apparently
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | apparently |
συγκριτικός | more apparently |
υπερθετικός | most apparently |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαapparently (en)
- κατά τα φαινόμενα. φαινομενικά, απ' ό,τι/όσο φαίνεται
- ⮡ Apparently he is rich.
- Κατά τα φαινόμενα είναι πλούσιος.
- ⮡ Apparently they are not related.
- Φαινομενικά δεν έχουν σχέση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ostensibly
- ⮡ Apparently he is rich.
Πηγές
επεξεργασία- apparently - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 928. ISBN 9780194325684., λήμμα: φαινόμενο