Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ostensibly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Συνώνυμα
1.4
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ostensibly
<
ostensible
+
-ly
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɒsˈtensəblɪ
/
Επίρρημα
επεξεργασία
ostensibly
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
(
επίσημο
)
φαινομενικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
apparently
seemingly
on the face of it
by all appearances
,
to all appearances
on the surface
to all intents and purposes
outwardly
superficially
allegedly
professedly
supposedly
purportedly
pretendedly
(
σπάνια χρήση
)
ostensively
(
σπάνια χρήση
)
Πηγές
επεξεργασία
ostensibly
-
Oxford Learner's Dictionaries