ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική amans amans amans amantēs amantēs amantia
γενική amantis amantis amantis amantium amantium amantium
δοτική amantī amantī amantī amantibus amantibus amantibus
αιτιατική amantem amantem amans amantēs amantēs amantia
κλητική amans amans amans amantēs amantēs amantia
αφαιρετική amante/
amanti1
amante/
amanti1
amante/
amanti1
amantibus amantibus amantibus
1amante η επιρρηματική μετοχή και amanti η επιθετική
(Μετοχές)