aktualizacja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktualizacja | aktualizacje |
γενική | aktualizacji | aktualizacji(/aktualizacyj) |
δοτική | aktualizacji | aktualizacjom |
αιτιατική | aktualizację | aktualizacje |
οργανική | aktualizacją | aktualizacjami |
τοπική | aktualizacji | aktualizacjach |
κλητική | aktualizacjo | aktualizacje |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
aktualizacja (pl) θηλυκό
- η ενημέρωση, η επικαιροποίηση