Ουσιαστικό

επεξεργασία

aequor (la) ουδέτερο

  1. πέλαγος (ακόμα και όταν ταράσσεται από κύματα)
  2. επίπεδη επιφάνεια
  3. πεδιάδα
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική aequor aequŏră
γενική aequŏris aequŏrum
δοτική aequŏrī aequŏrĭbus
αιτιατική aequor aequŏră
κλητική aequor aequŏră
αφαιρετική aequŏre aequŏrĭbus
(γ' κλίση)