Verwicklung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verwicklung | die | Verwicklungen |
γενική | der | Verwicklung | der | Verwicklungen |
δοτική | der | Verwicklung | den | Verwicklungen |
αιτιατική | die | Verwicklung | die | Verwicklungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαVerwicklung (de) θηλυκό