Verhaltenforschung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verhaltenforschung | die | Verhaltenforschungen |
γενική | der | Verhaltenforschung | der | Verhaltenforschungen |
δοτική | der | Verhaltenforschung | den | Verhaltenforschungen |
αιτιατική | die | Verhaltenforschung | die | Verhaltenforschungen |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαVerhaltenforschung (de) θηλυκό
- η ηθολογία, η μελέτη της συμπεριφοράς