Verbrecher
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Verbrecher | die | Verbrecher |
γενική | des | Verbrechers | der | Verbrecher |
δοτική | dem | Verbrecher | den | Verbrechern |
αιτιατική | den | Verbrecher | die | Verbrecher |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Verbrecher (de) αρσενικό