Unterricht
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Unterricht | die | Unterrichte |
γενική | des | Unterrichts Unterrichtes |
der | Unterrichte |
δοτική | dem | Unterricht Unterrichte |
den | Unterrichten |
αιτιατική | den | Unterricht | die | Unterrichte |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʊntɐˌʁɪçt/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαUnterricht (de) αρσενικό