Umfrage
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Umfrage | die | Umfragen |
γενική | der | Umfrage | der | Umfragen |
δοτική | der | Umfrage | den | Umfragen |
αιτιατική | die | Umfrage | die | Umfragen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαUmfrage (de) θηλυκό