Teilnehmer
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Teilnehmer | die | Teilnehmer |
γενική | des | Teilnehmers | der | Teilnehmer |
δοτική | dem | Teilnehmer | den | Teilnehmern |
αιτιατική | den | Teilnehmer | die | Teilnehmer |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTeilnehmer (de) αρσενικό