Steigung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Steigung | die | Steigungen |
γενική | der | Steigung | der | Steigungen |
δοτική | der | Steigung | den | Steigungen |
αιτιατική | die | Steigung | die | Steigungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSteigung (de) θηλυκό
- η ανηφοριά