Richtung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Richtung | die | Richtungen |
γενική | der | Richtung | der | Richtungen |
δοτική | der | Richtung | den | Richtungen |
αιτιατική | die | Richtung | die | Richtungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαRichtung (de) θηλυκό
- η κατεύθυνση
- ich gehe in diese Richtung - πηγαίνω προς αυτή την κατεύθυνση