↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Richtung die Richtungen
γενική der Richtung der Richtungen
δοτική der Richtung den Richtungen
αιτιατική die Richtung die Richtungen

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Richtung (de) θηλυκό

  • η κατεύθυνση
    ich gehe in diese Richtung - πηγαίνω προς αυτή την κατεύθυνση