Reinigung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Reinigung | die | Reinigungen |
γενική | der | Reinigung | der | Reinigungen |
δοτική | der | Reinigung | den | Reinigungen |
αιτιατική | die | Reinigung | die | Reinigungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαReinigung (de) θηλυκό