Programmierung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Programmierung | die | Programmierungen |
γενική | der | Programmierung | der | Programmierungen |
δοτική | der | Programmierung | den | Programmierungen |
αιτιατική | die | Programmierung | die | Programmierungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαProgrammierung (de) θηλυκό