Priorität
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Priorität | die | Prioritäten |
γενική | der | Priorität | der | Prioritäten |
δοτική | der | Priorität | den | Prioritäten |
αιτιατική | die | Priorität | die | Prioritäten |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαPriorität (de) θηλυκό