Peneus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Peneus < (αρχαία ελληνική) Πηνειός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαPeneus αρσενικό
- ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος (αδελφός των Ωκεανίδων)
- ο ποταμός Πηνειός της Θεσσαλίας
- Est nemus Haemoniae, praerupta quod undique claudit/silva: vocant Tempe. Per quae Peneus ab imo/effusus Pindo spumosis volvitur undis (Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 567-569)
- ο ποταμός Πηνειός της Πελοποννήσου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Peneus | |
γενική | Peneī | |
δοτική | Peneō | |
αιτιατική | Peneum | |
κλητική | Penee | |
αφαιρετική | Peneō | |