Notlandung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Notlandung | die | Notlandungen |
γενική | der | Notlandung | der | Notlandungen |
δοτική | der | Notlandung | den | Notlandungen |
αιτιατική | die | Notlandung | die | Notlandungen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαNotlandung (de) θηλυκό