↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Nichte die Nichten
γενική der Nichte der Nichten
δοτική der Nichte den Nichten
αιτιατική die Nichte die Nichten

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Nichte < (κληρονομημένο) μέση κάτω γερμανική nichte [1] [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnɪçtə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Nichte (de) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Nichte - Duden online.
  2. Nichte - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).