Nichte
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Nichte | die | Nichten |
γενική | der | Nichte | der | Nichten |
δοτική | der | Nichte | den | Nichten |
αιτιατική | die | Nichte | die | Nichten |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Nichte < (κληρονομημένο) μέση κάτω γερμανική nichte [1] [2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαNichte (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η ανιψιά
- Meine Nichte studiert jetzt im Ausland.
- Η ανιψιά μου τώρα σπουδάζει στο εξωτερικό.
- Meine Nichte studiert jetzt im Ausland.