Lehre
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lehre | die | Lehren |
γενική | der | Lehre | der | Lehren |
δοτική | der | Lehre | den | Lehren |
αιτιατική | die | Lehre | die | Lehren |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Lehre (de) θηλυκό
- η επαγγελματική εκπαίδευση
- η θεωρία
- η διδασκαλία
- το δίδαγμα, το μάθημα, η συμβουλή