Kriegslokomotive
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kriegslokomotive | die | Kriegslokomotiven |
γενική | der | Kriegslokomotive | der | Kriegslokomotiven |
δοτική | der | Kriegslokomotive | den | Kriegslokomotiven |
αιτιατική | die | Kriegslokomotive | die | Kriegslokomotiven |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Kriegslokomotive < Kriegs + Lokomotive
Ουσιαστικό
επεξεργασίαKriegslokomotive (de) θηλυκό · συντετμημένη μορφή: Kriegslok
- (ιστορία, τεχνολογία) είδος γερμανικής μηχανής τραίνου, κατασκευασμένο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με προδιαγραφές προσαρμοσμένες στις ειδικές συνθήκες της εποχής, αφενός στην έλλειψη υλικών και αφετέρου στις αυξημένες στρατιωτικές ανάγκες μεταφορικού έργου
- → δείτε τις λέξεις Kriegsdampflokomotive, Kriegsmotorlokomotive και Kriegselektrolokomotive
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Kriegslokomotive στη γερμανική Βικιπαίδεια