Klonierung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Klonierung | die | Klonierungen |
γενική | der | Klonierung | der | Klonierungen |
δοτική | der | Klonierung | den | Klonierungen |
αιτιατική | die | Klonierung | die | Klonierungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαKlonierung (de) θηλυκό