Handel
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Handel | — | |
γενική | des | Handels | — | |
δοτική | dem | Handel | — | |
αιτιατική | den | Handel | — |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαHandel (de) αρσενικό
- το εμπόριο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαHandel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Handel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαHandel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]