Forscherin
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Forscherin | die | Forscherinnen |
γενική | der | Forscherin | der | Forscherinnen |
δοτική | der | Forscherin | den | Forscherinnen |
αιτιατική | die | Forscherin | die | Forscherinnen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαForscherin (de) θηλυκό