Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερευνήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερευνήτρια
< →
δείτε
τις λέξεις
ερευνητής
και
-τρια
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ɾev.ˈni.tɾi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ερευνήτρι
α
οι
ερευνήτρι
ες
γενική
της
ερευνήτρι
ας
των
ερευνητρι
ών
αιτιατική
την
ερευνήτρι
α
τις
ερευνήτρι
ες
κλητική
ερευνήτρι
α
ερευνήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ερευνήτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
ερευνητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερευνήτρια
αγγλικά
:
researcher
(en)
γαλλικά
:
chercheuse
(fr)
γερμανικά
:
Forscherin
(de)