Ersparnis
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ersparnis | die | Ersparnisse |
γενική | der | Ersparnis | der | Ersparnisse |
δοτική | der | Ersparnis | den | Ersparnissen |
αιτιατική | die | Ersparnis | die | Ersparnisse |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErsparnis (de) θηλυκό
- αποταμίευση, οι οικονομίες κάποιου