Erforschung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erforschung | die | Erforschungen |
γενική | der | Erforschung | der | Erforschungen |
δοτική | der | Erforschung | den | Erforschungen |
αιτιατική | die | Erforschung | die | Erforschungen |
Ετυμολογία de
επεξεργασίαErforschung < erforschen + -ung
Ουσιαστικό
επεξεργασίαErforschung (de) θηλυκό