Empörung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Empörung | die | Empörungen |
γενική | der | Empörung | der | Empörungen |
δοτική | der | Empörung | den | Empörungen |
αιτιατική | die | Empörung | die | Empörungen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEmpörung (de) θηλυκό