Einführung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einführung | die | Einführungen |
γενική | der | Einführung | der | Einführungen |
δοτική | der | Einführung | den | Einführungen |
αιτιατική | die | Einführung | die | Einführungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEinführung (de) θηλυκό