Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | die | E-Mails | |
γενική | des | E-Mails | der | E-Mails |
δοτική | dem | den | E-Mails | |
αιτιατική | das | die | E-Mails |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die E-Mail | die E-Mails |
γενική | der E-Mail | der E-Mails |
δοτική | der E-Mail | den E-Mails |
αιτιατική | die E-Mail | die E-Mails |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαE-Mail (de) θηλυκό ή ουδέτερο