Daumen
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Daumen | die | Daumen |
γενική | des | Daumens | der | Daumen |
δοτική | dem | Daumen | den | Daumen |
αιτιατική | den | Daumen | die | Daumen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Daumen (de) αρσενικό