Buchprüfung
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Buchprüfung | die | Buchprüfungen |
γενική | der | Buchprüfung | der | Buchprüfungen |
δοτική | der | Buchprüfung | den | Buchprüfungen |
αιτιατική | die | Buchprüfung | die | Buchprüfungen |
Ουσιαστικό επεξεργασία
Buchprüfung (de) θηλυκό
- η επιβεβαίωση των λογαριασμών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Buch