Bochum
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Bochum | — | |
γενική | des | Bochums | — | |
δοτική | dem | Bochum | — | |
αιτιατική | das | Bochum | — |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Bochum < μέση κάτω γερμανική bôchêm, bôkhêm < boke (οξιά) + hêm (τόπος). Κυριολεκτικά «τόπος με οξιές».[1]
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαBochum (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.