Belohnung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Belohnung | die | Belohnungen |
γενική | der | Belohnung | der | Belohnungen |
δοτική | der | Belohnung | den | Belohnungen |
αιτιατική | die | Belohnung | die | Belohnungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBelohnung (de) θηλυκό