Behauptung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Behauptung | die | Behauptungen |
γενική | der | Behauptung | der | Behauptungen |
δοτική | der | Behauptung | den | Behauptungen |
αιτιατική | die | Behauptung | die | Behauptungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBehauptung (de) θηλυκό