Avatar
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Avatar | die | Avatare |
γενική | des | Avatars | der | Avatare |
δοτική | dem | Avatar | den | Avataren |
αιτιατική | den | Avatar | die | Avatare |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAvatar (de) αρσενικό
- (πληροφορική) το άβαταρ