Ausrüstung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausrüstung | die | Ausrüstungen |
γενική | der | Ausrüstung | der | Ausrüstungen |
δοτική | der | Ausrüstung | den | Ausrüstungen |
αιτιατική | die | Ausrüstung | die | Ausrüstungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAusrüstung (de) θηλυκό