Ausbildung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ausbildung | die | Ausbildungen |
γενική | der | Ausbildung | der | Ausbildungen |
δοτική | der | Ausbildung | den | Ausbildungen |
αιτιατική | die | Ausbildung | die | Ausbildungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAusbildung (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ausbilden