Anerkennung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Anerkennung | die | Anerkennungen |
γενική | der | Anerkennung | der | Anerkennungen |
δοτική | der | Anerkennung | den | Anerkennungen |
αιτιατική | die | Anerkennung | die | Anerkennungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAnerkennung (de) θηλυκό