Abwechslung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abwechslung | die | Abwechslungen |
γενική | der | Abwechslung | der | Abwechslungen |
δοτική | der | Abwechslung | den | Abwechslungen |
αιτιατική | die | Abwechslung | die | Abwechslungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbwechslung (de) θηλυκό
- η αλλαγή