Abnehmer
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Abnehmer | die | Abnehmer |
γενική | des | Abnehmers | der | Abnehmer |
δοτική | dem | Abnehmer | den | Abnehmern |
αιτιατική | den | Abnehmer | die | Abnehmer |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Abnehmer (de) αρσενικό