Ετυμολογία

επεξεργασία
-εύγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -εύγω < -εύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.vɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -εύ‐γω
ομόηχο: έβγω

  Επίθημα

επεξεργασία

-εύγω (παθητική φωνή: -εύγομαι)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-εύγω»



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-εύγω < -εύω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]

  Επίθημα

επεξεργασία

-εύγω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-εύγω»